ακαρτέρητος

ακαρτέρητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν περιμένουμε: Μας ήρθε μουσαφίρης ακαρτέρητος.
2. ανυπόμονος: Πάντα ήταν άνθρωπος ακαρτέρητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκαρτέρητος — insupportable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαρτέρητος — η, ο (Α ἀκαρτέρητος, ον) [καρτερῶ] 1. αυτός που δεν δείχνει καρτερία, ανυπόμονος 2. πρόθυμος, ζωηρός νεοελλ. απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. ο ανυπόφορος …   Dictionary of Greek

  • ἀκαρτερήτως — ἀκαρτέρητος insupportable adverbial ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτέρητον — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem acc sg ἀκαρτέρητος insupportable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτερήτου — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτερήτους — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτερήτων — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτερήτῳ — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαρτέρητοι — ἀκαρτέρητος insupportable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαρτέρευτος — η, ο [καρτερεύω] ξαφνικός, αναπάντεχος (βλ. ακαρτέρητος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”